ἀναχαίνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναχαίνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναχαίνω Πελοπν.(Λακων. Μάν.) Χίος-Λεξ. Περιδ. Μ.’Εγκυκλ. Πρω Δημητρ. ἀναχιˬαίνω Πελοπν. (Λακων.) ἀναχαίνου Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. ᾿Οξύλιθ. Στρόπον.) Πελοπν. (Μάν) ἀναχαίν-νου Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀλαχαίνω ΓΧατζιδ. ἐν ᾽Αθηνᾶ. 29 (1917) 219 ’νεχαίνω Ροδ.

Ετυμολογία

Τὸ ὰρχ. ἀναχαίνω.

Σημασιολογία

1) Ἀνοίγω τὸ στόμα μου, χάσκω Εὔβ. (Στρόπον) Ροδ. Χίος -Λεξ. Περιδ.: Ἴσιˬα τ᾽ ἀνάχανα τοὺ κατάλαβι (μόλις ἤνοιξα τὸ στόμα μου κτλ.) Στρόπον. Γιˬὰ ᾿νέχανε κομμάτι Ροδ. ǁ Αἴνιγμ. ᾿Αναχαίνει μαλλιˬαρός καὶ μπαίνει δαιμονιˬάρις (ὁ ἀσκὸς ὁ πληρούμενος οἴνου) Χίος. Συνών. ἀναχάσκω 2, χάσκω. 2) Εἰσπνέω καὶ ἐκπνέω διὰ τῶν πνευμόνων ἀέρα Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Ὀξύλιθ.) Πελοπν. (Μάν.)-Λεξ. Μ.᾿Εγκυκλ. Πρω.: ᾿Απὸ τὴ φούσκωσι δὲ μποροῦ ν᾿ ἀναχάνου Κονίστρ. Ἀναχαίνει ἀκόμα αὐτόθ. Ἀναχαίνει σιγὰ σιγὰ αὐτόθ. Ὅ,τι ποῦ ἀνάχαινε ὁ ἄρρωστος (μόλις κτλ.) Μάν. Συνών. ἀναπνέω 1, ἀνασαίνω 2, ἀνασέρνω Β4. ἀναφέρνω ΑΙ, ἀναχασμε͜ιέμαι 3. 3)᾿Αναπνέω ταχέως Πελοπν. (Λακων. Μάν)-Λεξ. Δημητρ. : Τὸ σκυλλὶ ἀναχαίνει Μάν. ᾿Αναχαίνω ἀπὸ τὸν ἀνήφορο-ἀπὸ τὴν τρεχάλα Λεξ. Δημητρ. Συνών. λαχανιˬάζω. 4) Χασμῶμαι Λυκ. (Λιβύσσ) Συνών. ἀνασκλημουρε͜ιέμαι 1, ἀναχανινδούμενε, ἀναχάσκω 3, ἀναχασμε͜ιέμαι 1, χασμε͜ιέμαι, χασμουρε͜ιέμαι. 5) Ἀναπαύομαι, ἀνακουφίζομαι Πελοπν. (Λαχων.)-Λεξ. Μ.’Εγκυκλ.: Κάτσε ν᾽ ἀναχιˬάνῃς. Κάθισα κιˬ ἀνάχιˬανα Λακων. ǁ Φρ. Ζόμπολα καὶ λάσπη καὶ κάτσ’ ἀνάχιˬανε (ἐπὶ τῶν διαρκῶς ἐργαζομένων καὶ οὐδόλως ἀναπαυομένων) αὐτόθ. Συνών. ἀγαλλιˬάζω 2, ἀναπνέω 2, ἀνασαίνω1, ἀναχαράζω Β4, ξανασαίνω, ξεκουράζομαι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/