ἀναχαίρομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναχαίρομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναχαίρομαι Ἤπ. Κεφαλλ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἀναχαίρομαι.
Σημασιολογία
Αἰσθάνομαι μεγάλην χαράν, ὑπερχαίρω ἔνθ᾽ ἀν. : Παροιμ. Εἶδ’ ὁ σκύλλος τὴ γενεˬά του | κιˬ ἀνεχάρηκ’ ἡ καρδιˬά του (ὁ εὐτελὴς χαίρει διὰ τὰ εὐτελῆ. Ἡ παροιμ. ἐν παραλλαγαῖς πολλαχ.) Ἤπ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Χρον Μορ Η στ. 354 (ἔκδ. JScjmitt) «μεγάλως τὸ ἀνεχάρησαν, τὸν δοῦκα εὐχαριστήσαν». Συνών. ἀγαλλιˬάζω 1, ἀναγαλλιˬάζω 1, ἀναχλιˬαίνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA