ἀχνότρεμος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχνότρεμος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀχνότρεμος ἐπίθ. Τυπάλδ. Ποιήμ. 101 ΣΣκίπη Τρόπαια 53.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀχνὸς καὶ τοῦ ρ. τρέμω.
Σημασιολογία
Ὁ λεπτὸς καὶ τρέμων: Ποιήμ. Εἶδα συχνὰ τὴ μάννα μου ἐμπρός μου νὰ προβάλῃ καὶ νὰ μ᾿ ἀνοίγῃ ἀχνότρεμη τἡ σπλαχνικἡν ἀγκάλη ΙΤυπάλδ. ἔνθ’ ἀν. Ρίχνω τὰ μάτιˬα μου 'ς τ' ἀστέρια κ᾿ ἐκεῖνα ἀχνότρεμα φωτίζουνε ἄσβεστα αἰώνιˬα νεκροκέριˬα ΣΣκίπης ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA