βροχόλουρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βροχόλουρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βροχόλουρο τό, ΙΓρυπάρ. Σκαραβ. 49 –Λεξ. Βλαστ. 344 βροχόλουρον Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ βρόχι (ΙΙ) καὶ λουρί.
Σημασιολογία
Βρόχι (ΙΙ) 2, ὃ ἰδ., ἔνθ. ἀν.: ᾎσμ. Ἔστησαν τὰ βροχόλουρα, Θεοφύλακτον τὸν πιˬάνουν Κύπρ. || Ποίημ. Σὰν πουλλολόγος ξόβεργα, ǀ βροχόλουρα καὶ δίχτυˬα θενὰ στήσω ΙΓρυπαρ ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA