ἀρμήνε͜ια
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρμήνε͜ια
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀρμήνε͜ια ἡ, ἑρμηνε͜ιὰ Κάσ. κ.ἀ. ἑρμούνε͜ια Βιθυν. ἱρμήνε͜ια Θρᾴκ. (Αἶν.) ἱρμηνε͜ιὰ Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀρμηνεία Μέγαρ. ἀρμήνε͜ια σύνηθ. ἀρμηνε͜ιὰ Κρήτ. ἀρμούνε͜ια Ἤπ. Πελοπν. (Μάν.) ὀρμηνεία Μέγαρ. ὄρμηνε͜ιὰ Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Θρᾴκ. (Περίστασ.) Κρήτ. Κῶς ὀρμήνε͜ια Ἄνδρ. Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.) Ζάκ. Ἤπ. Θάσ. Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Ἰων. (Σμύρν.) Κερκ. Κεφαλλ. Μύκ. Πελοπν. (Αἴγ. Βούρβουρ. Δημητσάν. Μάν. Οἰν. κ.ἀ.) Σίφν. Τσακων. οὐρμήνε͜ια Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θεσσ. Θρᾷκ. Μακεδ. (Γκριντ. Θεσσαλον. Χαλκιδ. κ.ἀ.) Σάμ. Σκόπ. Στερελλ. κ.ἀ. οὐρμούνε͜ια Ἤπ. ὀργήνε͜ια Τσακων.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἑρμηνεία.
Σημασιολογία
1) ’Εξήγησις, μάντευμα Μακεδ. (Θεσσαλον. κ.ἀ.): Φρ. Παίρνου οὐρμήνε͜ια (ἐξετάζων μετὰ προσοχῆς τι μαντεύω περὶ τοῦ μέλλοντος. Ἡ φρ. λέγεται εἰς τὸν κλήδονα. Αἱ θέλουσαι νὰ μάθουν τὸ ἐπάγγελμα τοῦ μέλλοντος συζύγου των ρίπτουν εἰς τὸ λεγόμενον ἀμίλητο νερὸ τὸ λεύκωμα ᾠοῦ καὶ θέτουν αὐτὸ εἰς τὸ ὕπαιθρον τὴν νύκτα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου 23 Ἰουνίου, τὴν πρωίαν δὲ πρὸ τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου μεταβαίνουν νὰ πάρουν οὐρμήνε͜ια ἐξετάζουσαι τὰ σχήματα, τὰ ὁποῖα ἔχει τὸ ἐπιπλέον λεύκωμα τοῦ ᾠοῦ. ᾿Εκ τούτων συμπεραίνουν περὶ τοῦ ἐπαγγέλματος τοῦ μέλλοντος συζύγου) Θεσσαλον. 2) Νουθεσία, συμβουλὴ σύνηθ. καὶ Τσακων.: Ξέρει ἀρμήνε͜ιες νὰ σοῦ εἰπῇ ὅσες ’θέλεις. Παίρνω ἀπὸ ἀρμήνε͜ια ἢ ὀρμήνε͜ια (πείθομαι εἰς νουθεσίαν) πολλαχ. Τὴν ἀρμηνε͜ιὰ τοῦ γέρου τὴνε ξεχάσανε Κρήτ. Δίνω κακὴ ὀρμήνε͜ια Κέρκ. Δὲ dὴνε θέλω τὴν ἀρμηνεία σου! Μέγαρ. Ἄφ᾽ς τ᾿ς οὐρμήνε͜ιις! Ζαγόρ. Δὲ δέχιτι οὐρμήνε͜ιις αὐτόθ. Δὲ θέ’ τ᾿ δική μ᾽ οὐρμήνε͜ια Σάμ. Αὐτὸ δὲ θέ’ οὐρμήνε͜ια Μακεδ. Δὲ θέλου ᾽γὼ οὐρμήνε͜ιις ἀποὺ σένα Σκόπ. || Φρ. Βγῆκε ἡ ὀρμήνε͜ια τοῦ δεῖνα (ἐκ τῶν πραγμάτων ἀπεδείχθη ὅτι ἦτο ὀρθὴ) Πελοπν. Ξιπληρώθ’κι ἡ οὐρμήνε͜ια τοῦ δεῖνα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Γκριντ. Παροιμ. || Ἡ ὀρμήνε͜ια εἶναι μαλώτρα (αἱ συμβουλαὶ προκαλοῦν ἔριδας) Σμύρν. Ἄντρας μὲ μουστάκι καὶ γυναῖκα μὲ βυζὶ δὲ θέλουν ὀρμήνε͜ια (δὲν ἔχει ἀνάγκην συμβουλῶν νέος ἢ νέα ὡρίμου ἡλικίας) Πελοπν. Συνών. ἀρμήνεμα. 3) Καθοδηγία Πελοπν. (Αἴγ.) κ.ἀ.: Τὸν ἔκαμε ὀρμήνε͜ια ἀπὸ πο͜ιὸν καὶ πο͜ιὸν δρόμο νὰ πάῃ Αἴγ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA