βροχόνερο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βροχόνερο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βροχόνερο τό, σύνηθ. βροχόνερον Πόντ. (Οἰν. Τραπ.) βρουχόνιρου Εὔβ. (Ἄκρ.) Λέσβ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) βρεχόνερον Πόντ. βροχονέρι ΔΛουκοπ. Γεωργ. Ρούμελ. 117 ΓΨυχάρ. Στὸν ἴσκιο 27 ΣΣκίπη Ἁγ. Βαρβάρ. 37 –Λεξ. Βλαστ. 359 Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. βροχὴ καὶ νερό.

Σημασιολογία

Τὸ νερὸ τῆς βροχῆς κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ πηγαῖον ἔνθ’ ἀν.: Βροχόνερο πίνομε ἀπὸ γιστέρνες, γιˬατὶ δὲν ἔχομε βρύσες Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Συνών. βροχερόνερο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/