ἀρμηνευτὴς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρμηνευτὴς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀρμηνευτὴς ὁ, Κρήτ. ἀρμηνιφτὴς Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀρμονευτὴς Πελοπν. (Λακων.) ἀρμουνευτὴς Ἤπ. οὐρμηνιφτὴς Θεσσ. Θηλ. ἀρμηνεύτρα Βιθυν. Κρήτ. ὀρμηνεύτρα Εὔβ. (Αὐλωνάρ.).
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀρμηνεύω.
Σημασιολογία
1) Ὁ παρέχων συμβουλάς, σύμβουλος Βιθυν. Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Ἤπ. Θεσσ. Κρήτ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Πελοπν. (Λακων.): Ἀρμονευτὴ θὰ βάλουμε (θὰ ὁρίσωμεν) Λακων. Κακὸ ἀρμηνευτὴ βρῆκες καὶ δὲ σοῦ τά’ πε καλὰ Κρήτ. Αὐτή ’τονε ἡ ἀρμηνεύτρα ἁποὺ σοῦ ’μαθε ἐτούτεσας τσοὶ δουλε͜ιές; αὐτόθ. 2) Ὁ ἐν δημοτικῷ σχολείῳ ὑπὸ τοῦ διδασκάλου ὁριζόμενος καλύτερος μαθητὴς τῆς ἀνωτέρας τάξεως, ὅστις ἐπέβλεπε καὶ ἐβοήθει τοὺς κατωτέρους μαθητὰς κατὰ τὴν ἰδιαιτέραν ἐν τῷ σχολείῳ μελέτην διδάσκων καὶ λύων τὰς ἀπορίας αὐτῶν (σημ. ἀπηρχαιωμένη) Πελοπν. (Λάκων.) Συνών. πρωτόσκολος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA