ἀρμηνεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρμηνεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀρμηνεύω, ἑρμηνεύω Πόντ. (Χάλδ.) ἀρμηνεύω κοιν. ἀρμηνεύγω Ἀστυπ. Κέως Κίμωλ. Κρήτ. Μεγάρ. Μεγίστ. Μῆλ. Νάξ. (Γαλανᾶδ.) Νίσυρ. Πάρ. Σέριφ. κ.ἀ. ἀρμηνεύκω Κύπρ. Χίος κ.ἀ. ἀρμηνεύου βόρ. ἰδιώμ. ἀρμηνεύγου Εὔβ. (Κύμ.) Λέσβ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Χίος (Μεστ.) ἀρμουνεύω Ἤπ. Πελοπν. (Λάκων. Μάν.) ἀρμουνεύου Ἤπ. Πελοπν. (Μάν.) ἀρμ’νεύω Τῆν. ἀρμ’νεύγω Πάρ. (Λεῦκ.) ἀρμ’νεύου Ἤπ. Σάμ. ἀρνεύου Θάσ. Μακεδ. ἀρουμ’νεύου Θρᾴκ. (Ἀλμ.) ἀϊνεύου Σαμοθρ. ὀρμηνεύω σύνηθ. καὶ Καππ. (Σινασσ.) ὀρμηνεύου Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) ὀρμηνεύγω Ἄνδρ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Κρήτ Μέγαρ. Σίφν. ὀρμηνεύγου Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.) ὀρμηνεύκω Κύπρ. οὐρμηνεύου Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Θεσσ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν. κ.ἀ.) Λέσβ. Λῆμν. κ.ἀ. οὐρμ’νεύου Ἤπ. (Ζαγόρ. Παραμυθ.) Μακεδ. (Βελβ. Καστορ. Κοζ.) Σάμ. Σκόπ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) οὐμουνεύου Θρᾴκ. (Ταϊφ.) οὐουνεύου Σαμοθρ. ὀρμηνέγγου Τσακων. ὀργηνέγγου Τσακων. ᾽ρμηνεύω Ζάκ. Νάξ. Νίσυρ. ᾿ρμηνεύγω Ρόδ. Σύμ. ᾽ρμηνεύκω Κύπρ. Μεσ. ἀρμηνεύgομαι Χίος (Κάρδάμ.) ὀρμηνεύgομαι Χίος (Καρδάμ.)

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀρμηνεύω, παρ’ ὃ καὶ ὀρμηνεύω, ἃ ἐκ τοῦ ἀρχ. ἑρμηνεύω=ἐξηγῶ, μεταφράζω. Πβ. Γαδάρ. διήγ. στ. 234 (ἔκδ. Wagner) «νὰ μὴ μοῦ τ’ ἀρμηνέψουσι, κἀνένα νὰ μοῦ μείνῃ» καὶ Σπαν. στ. 554 (ἔκδ. Wagner) «ἀγάπα τον, ὀρμήνευσον, ὡς νὰ ἦτον συγγενής σου» καὶ Χρον. Μορ. Ρ στ. 1580 (ἔκδ. JSchmitt) «τοῦ νὰ τοῦ ὁρμηνέψουσι τοῦ καθενὸς τὴν πρᾶξιν. Περὶ τοῦ τύπ. ἀρνεύου, ὃ ἐκ τοῦ ἀρμ’νεύου ἐκπεσόντος τοῦ μ διὰ τὸ δυσπρόφερτον συμφωνικὸν σύμπλεγμα, ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 41 (1929) 23. ᾿Εν τῷ ἀρουμ᾿νεύω ὑπάρχει ὑστερογενὲς ου διὰ τὴν σύμπτωσιν τριῶν συμφώνων. Διὰ τὴν ἀποβολὴν τοῦ ρ ἐν τῷ οὐμουνεύου ἰδ. ἈνθΠαπαδοπ. Γραμματ. βορ. ἰδιωμ. 33.

Σημασιολογία

1) Νουθετῶ, συμβουλεύω κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Χαλδ.) Τσακων.: Τὸν ἀρμηνεύω, μὰ δὲν ἀκούει. ᾿Εγὼ κάθομαι καὶ σ᾿ ἀρμηνεύω κ᾿ ἐσὺ κάνεις τὰ ἴδιˬα. ᾿Εγὼ θὰ σ’ ἀρμηνέψω πῶς πρέπει νὰ φερθῇς. Τὸν ἀρμήνεψα πολλὲς φορές, μὰ δὲν ἀκούει. Τὸν ἀρμήνεψε τί θὰ πῇ. Ἀρμήνεψέ τονε, γιˬατὶ δὲ νο͜ιώθει κοιν. Ἐνὴ ἄμοιρη, ἐγὼ σ’ ἀρμηνεύγω τσαὶ σοὺ γελάεις; Μεγαρ. Τίγαρε κιˬ ἂ dοῦ ἀρμουνέψου τ᾿ ἀγροικᾶ; ἐκεῖνος ἔν’ ἀνόητος Μάν. Ὥς πότι νὰ σὶ οὐρμηνεύου! Θεσσ. Δὲν ἀρμ’νεύ’ καλὰ τ᾿ παιδιˬοῦ τ᾿ Λεῦκ. Οἱ γονῆδε οὖι ὀργηνέγγουντε τὰ καμπζία σου (οἱ γονεῖς δὲν νουθετοῦν τὰ παιδία των) Τσακων. Τοὺν ἀρμήνιβι κάθι μέρα, ἀλλὰ δὲν ἄκ’γι Σάμ. Οὐρμήνιψέ τουν νὰ τοὺ κά’ Ζαγόρ. Τοὺ εἶχι ἀρμουνέψ’ Ἤπ. Ἐκεῖνος ἑρμήνεψεν ἀτον Χαλδ. Ἀρμηνεμένος ἢ ὀρμηνεμένος εἶναι (τὸν ἔχουν συμβουλεύσει τί νὰ εἴπῃ ἢ τί νὰ κάμῃ). Ἀρμηνεμένο τὸν ἔχουνε σύνηθ). Ἀρμηνεμένος ἤτανε ἀπὸ κἀένα, γιˬ᾿ αὐτὸ ἤξερενε καὶ μὲ μίλε͜ιενε Γάλανᾶδ. || Παροιμ. ᾿Ορμήνεψέ με, μάννα μου, πῶς νὰ καβαλλικέψω (ἐπὶ δυσχεροῦς περιστάσεως καὶ ἐπὶ ἀπορίας περὶ τοῦ πρακτέου) Κεφαλλ. Ὅσο θέλεις ᾽ρμήνευε κ’ ἐγὼ ὅ,τι ξέρω κάνω (ἐπὶ τοῦ μὴ προσέχοντος εἰς συμβουλὰς) Ζάκ. Τὸ ζουρλὸ ἀρμούνευε γιˬὰ νὰ σπουρίζ’ ἀκόμα (συμβούλευε τὸν τρελλὸν διὰ νὰ ὁμιλῇ ἀκόμη περισσότερον. Ἐπὶ τῶν ματαίων πρὸς τοὺς μωροὺς συμβουλῶν) Λάκων. || ᾎσμ. Ὄμορφα ποῦ τραγούδησες σὰν νά ’σ’ ἀρμηνεμένος, ἀρχοντικὰ τσαὶ βγενικὰ σὰν ποῦ ᾽σαι μαθημένος Χίος. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Σπαν. ἔνθ’ ἀν. «ἀγάπα τον, ὀρμήνευσον, ὡς νὰ ἦτον συγγενής σου». β) Μέσ. ζητῶ συμβουλὴν παρά τινος, συμβουλεύομαί τινά Χίος (Καρδάμ.) 2) Δίδω ὁδηγίας, ὑποδεικνύω, κάθοδηγῶ Θεσσ. (Κάλαμπάκ.) Κρήτ. Σίφν. κ.ἀ.: Θὰ σ᾿ ἀρμηνέψω νὰ πά’ νὰ φέρῃς καλάμιˬα Σίφν. Ἀρμήνεψέ του πῶς θὰ γράψῃ τὸ μάθημά του Κρήτ. Ἀρμήνιψι τοὺ πιδὶ νὰ γράψ’, γιˬατὶ δὲν ξέρ’ Καλαμπάκ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/