βρύμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρύμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βρύμα τό, ἀμάρτ. βρύμαν Πόντ. (Χαλδ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. βρύω. Περὶ τῆς λέξεως ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Ἀρχ. Πόντ. 16 (1951) 5.

Σημασιολογία

Περιουσία καὶ δὴ μεγάλη: Φρ. Ἔ᾿ πολλὰ βίον καὶ βρύμαν. Ἐχάσεν βίον βρύμαν (μεγάλην περιουσίαν).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/