βρύο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρύο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βρύο τό, πολλαχ. καὶ Πόντ. βρύον Ἰκαρ. Κρήτ. Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. Σινώπ.) Ρόδ. βρὺν Πόντ. (Ὄφ.) βρὺ Εὔβ. (Ὄρ.) Ἤπ. (Ἄρτ.) Σκῦρ. –Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀβρὺ Κρήτ. Κύθηρ. Λέσβ. Σῦρ. Ρόδ. Χίος –Λεξ. Βλαστ. 466 μπρύο Ρόδ. ὀβρύο Εὔβ. (Κάρυστ.) ὀβρὺ Ἄνδρ. Θρᾴκ. (Σωζόπ.) ᾿Ικαρ. Κρήτ. Χηλ. βρυὸ Κάρπ. Μύκ. Ρόδ. Σκῦρ. Σύμ. βρυγιˬὸ Ἄνδρ. Κρήτ. Σίφν. ἐβρυὸ Σύμ. Χίος ὄβρυο Κάρπ. Κρήτ. (Σφακ.) ὄβρυου Λέσβ. οὔβρυο ΣΜυριβήλ. Ζωὴ ἐν τάφ. 200 βυργιˬὸ Κάλυμν. Κρήτ. φρύο Κρήτ. βρύα ἡ, Θρᾴκ. (Αἶν.) Κὐθηρ. Λέσβ. Ρόδ. ἀβρύα Κύθηρ. ὀβρύα Ζάκ. ὀβρὴ Θρᾴκ. (Σαμακόβ. Σιρέντζ.) Στερελλ. (Δεσφ.) βρυὰ Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.) Θρᾴκ. (Αἶν. Σηλυβρ.) Ἴμβρ. Ἰων. (Σμύρν.) Λέσβ. Σκῦρ. βρυγιˬὰ Κρήτ. ἀβρυὰ Θεσσ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Κέρκ. Κρήτ. (Σέλιν.) Κύθν. Κύθηρ. Πελοπν. ὀβρυὰ Εὔβ. (Κύμ. Ὄρ.) Ἤπ. Ἰθάκ. Κέρκ. Κεφαλλ. Κρήτ. Κύπρ. Λευκ. Πελοπν. (Ἀνδροῦσ. Βούρβουρ. Γέρμ. Καλάβρυτ. Καλαμ. Κόκκιν. Λακων. Λάστ. Λεβέτσ. Λογγ. Μάν. Μεγαλόπ. Παππούλ. Τριφυλ.) Ρόδ. –Λεξ. Βυζ. οὐβρυὰ Εὔβ. (Ἄκρ. Στρόπον.) Ἤπ. Θεσσ. Μακεδ. (Βελβ.) Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἐβρυὰ Πελοπν. (Λεῦκτρ. Μάν.) ὀβρυγιˬὰ Βιθυν. Πελοπν. (Σουδεν. Τρίκκ.) ἀβρυγιˬὰ Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀβρύˬα Τσακων. βρυὸς ὁ, Κεφαλλ. Μεγίστ. –Λεξ Πρω. Δημητρ. ἐβρυὸς Σύμ. ὀβρυὸς Κεφαλλ. ὀβρυγιˬὸς Προπ. (Πάνορμ.) βυργιˬὸς Κάλυμν. ὀβκὸς Κύπρ. Πληθ. οὐδ. βρύοτα Πόντ. (Τραπ.) βρύετα Πόντ. (Τραπ.) βρύατα Πόντ. (Τραπ.) βρύας Πόντ. βρζὰ Σκῦρ. ἄβρυα Κάρπ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. βρύον.

Σημασιολογία

1) Εἴδη βρύων (musci), τὰ ἐπὶ ὑγρῶν τόπων φυτικὰ ἐπιστρώματα ἔνθ᾽ άν. 2) Εἴδη τῆς τάξεως τῶν ναϊδωδῶν (najadaceae) καὶ τῆς τάξεως τῶν φυκωδῶν ἤ ἀλγῶν (algae), τὰ τῶν ἀρχαίων φύκη, τὰ συνήθως παρὰ τὰς παραλίας παραστοιβαζόμενα, χρήσιμα εἰς κατασκευήν τῶν δωμάτων τῶν οἰκιῶν τῶν χωρικῶν καὶ τὴν πλήρωσιν στρωμνῶν, ἰδίως δὲ ὁ ποταμογείτων ὁ κτενώδης (potamogeton pectinatus) τῆς τάξεως τῶν ναϊδωδῶν, τὸ βρύον τοῦ Σχολ. Νικάνδρου (Θηρ. 203) πολλαχ.: ᾎσμ.: Γιˬαλὸ γιˬαλὸ ἐπάγαινα, γιˬαλὸ καὶ περιγιˬάλι, κ᾿ ηὗρα τοῦ ναύτη τὰ μαλλιˬὰ ᾿ς τὰ βρυˬὰ περιπλεγμένα Κάρπ. 3) Φυτὰ τῆς τάξεως τῶν σταυρανθῶν (cruciferae) α) Κράμβη ἡ λαχανώδης, ἀνθοκράμβη (brassica oleracea botrytis) πολλαχ. Συνών. κουνουπίδι. β) Κράμβη λαχανώδης ἡ κεφαλωτὴ (brassica oleracea capitata) πολλαχ. Συνών. λάχανο. 4) Ἡ ὑποστάθμη τοῦ οἴνου. Κρήτ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Βρυὸ Κάρπ. Ἐβρυὸς Χίος Ὀβρυὸς Αἴγιν. Βρυὸς Ρόδ. Ὀβρυὰ Θεσσ. Ὀβρὲς Στερελλ. (Δεσφ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/