ἀχνούπας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχνούπας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀχνούπας ὁ, Λῆμν. ἀχούνουπας Κεφαλλ. ἀχούμ’πας Ἴμβρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. *ἀχνούπι<*ἀχνωπὸς<ἄχνη.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἀθὴρ τοῦ στάχυος Κεφαλλ. Συνών. ἀγάνα (Ι) 1, ἄγανο 1, ἀθέρας Α1. 2) Τὸ κέλυφος τοῦ κόκκου τοῦ σίτου Κεφαλλ.: ᾿Εκόdεψα νὰ πνιγῶ, γιˬατὶ ἐbῆκε ἕνας ἀχούνουπας ᾿ς τὸ λαιμό μου Κεφαλλ. 3) Τὸ μετὰ τὴν ἀφαίρεσιν τῶν ραγῶν ἀπομένον μέρος τῆς σταφυλῆς Κεφαλλ. Συνών. ἀχάνι 2, τσάμπουρο. 4) Μικρὸν ἄχυρον τοῦ στάχυος τῆς ἀγρώστιδος Ἴμβρ. Λῆμν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA