ἀναχλιˬαίνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναχλιˬαίνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναχλιˬαίνω Πελοπν. (Λακων.) ἀναγλιˬαίνω Πελοπν. (Λακων.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀναχλιαίνω=καθιστῶ τι χλιαρόν, ὑπόθερμον.

Σημασιολογία

Αἰσθάνομαι μεγάλην χαράν: Ἀνάχλιˬανε ἡ καρδιˬά μου. ǁ Παροιμ. Εἶδ’ ὀ σκύλλος τὴ γενεˬά του κι ἀνάγλιˬανε ἡ καρδιˬά του (ἐπὶ εὐτελοῦς χαίροντος ἐπὶ τῇ συναντήσει ὁμοίου του). Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀναχαίρομαι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/