ἀναχλὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναχλὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀναχλὸς ἐπίθ. Πελοπν. (᾿Αρκαδ. Βούρβουρ. Λακων. Μαν Μεσσ. ᾿Ολυμπ. Τρίπ. κ. ἀ.)-ΠΔεκάζ. Τριφύλλ. 9-Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. ἄναχλος Πελοπν. (Κορινθ.) ἀνάχλος ΝΠολίτ. Παροιμ. 3,206 ἀναχλιˬός Πελοπν. (Γέρμ.) ἀναχλὲ Τσακων. ἀλαχνὸς Πελοπν.(Κάμπος Λάκων Μάν. Οἴτυλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ἐπιθ. ἀγνός κατ᾿ ἀνομ. διὰ τῶν μεταβατικῶν τύπ. *ἀναγνὸς<ἀναχνός. Κατὰ ΝΠολίτ. ἔνθ’ ἀν. ἡ λ. ἴσως ἐκ τοῦ ἀνάχνοος.
Σημασιολογία
1) Οὐχὶ σφικτός, χαλαρὸς Πελοπν. (Βούρβουρ. Γέρμ. Κάμπος Λακων. Οἴτυλ κ. ἀ.) Δὲν εἶναι ἀλαχνὸ τὸ χῶμα τσαὶ γιˬὰ δαῦτο δὲ γένουνται Οἴτυλ. Μάσ’ το ἆναχλό, μὴν τὸ τσουπώνῃς τό βαμπάκι Βούρβουρ. Τὸ παντελόνι μου εἶναι ἀναχλιˬό καί ’ς τὴ μέση καὶ δὲ μὲ σφίγγει Γέρμ. Τὸ σκοινὶ εἶναι ἀναχλιˬὸ καὶ bορῶ νὰ τὸ λύσω αὐτόθ. 2) Ὁ εὑρισκόμενος ἢ γινόμενος οὐχὶ εἰς πολὺ βάθος, ἐπιπόλαιος Πελοπν. (Κάμπος Λακων. Κορινθ. Μάν.)-ΠΔεκάζ. ἔνθ’ ἀν.: Ἀλαχνὸ νερὸ Κάμπος Λακων. Νερὰ ἄναχλα Κορινθ. Γίνεται πρῶτα ἕνα ἀναχλό καμάτεμα μὲ τὰ πρωτοβρόχιˬα ΠΔεκάζ. ἔνθ’ ἀν. ǁ Παροιμ. φρ. ᾿Αναχλός βορβός (ἐπὶ τοῦ ἰσχνοῦ καὶ καχεκτικοῦ ἀνθρώπου) Πελοπν. 3) Ὁ μὴ ἔχων πολὺ βάθος, ἀβαΘῆς Πελοπν. (᾿Αρκαδ. Βούρβουρ. Κορινθ. Μεσσ. ’Ολυμπ. Τρίπ.) Τσακων.-Λεξ. Βλαστ Πρω Δημητρ.: Πιˬάττο ἀναχλό Μεσσ. Ἀναχλὴ γαβάθα Τρίπ. Ἀναχλὸ αὐλάκι Λεξ. Δημητρ. Θάσσα ἀναχλὰ (θάσσα=θάλασσα) Τσακων. Συνών. ἄβαθος Ι, ἀνάπλαγος Ι, ἀνάρρηχος, ρηχός, ἀντιθ. βαθύς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA