βρύσι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρύσι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βρύσι ἡ, κοιν. βρύσι Τσακων. βρύι Κῶς Πελοπν. (Κόρινθ. Μεσσ. Πυλ. Τριφυλ.) βρύσ’ πολλαχ. βορ. ίδιωμ. βρύσι Σκῦρ. βρούσι Αἵγιν. βύυ’ Σαμοθρ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. βρύσις.
Σημασιολογία
1) Πηγὴ ὕδατος κοιν.: Φρ. Βρύσι τρέχουν τὰ μάτιˬα-τὸ αἷμα-τὰ καλὰ-τὰ καλούδια-τὰ πλούτη (ἐπὶ ἀφθονίας). Βρύσι εἶναι καὶ δὲ σώνεται (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Σὰ νά ’ναι βρύσι (συνών. τῇ προηγουμένῃ) κοιν. Βρύσι νὰ γίνουν τὰ χέριˬα σου! (νὰ ἀποκτήσῃς ἀγαθὰ ἐν ἀφθονίᾳ, εὐχὴ) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Μὰ τσοὶ βρύσες! (ὅρκος) Θρᾴκ. (Αἶν.). || Παροιμ. Μ᾿ ἔφιρ’ ἀποὺ χίλιˬις βρύσις νιρὸ (ἐπὶ τοῦ προτείνοντος παντοίας δικαιολογίας) Μακεδ. (Σέρρ.) Ἀπὸ μιˬὰ βρύσι πίνουν οὕλοι (ἐπὶ τῶν ἐχόντων τὴν ἰδίαν σκέψιν) Πελοπν. (Κορινθ) Ἐπῆεν εἰς τὴν βρύσιν τ’ ἦρτεν ἄποτος (δι᾿ ὅσους μεταβαίνουν πρὸς ἐκτέλεσιν ὡρισμένου σχεδίου καὶ ἐπιστρέφουν ἄπρακτοι) Κύπρ. Τοὺν πά’ ὥς τὴ βρύ’ τσὶ νιρὸ δὲ τ᾿ δί’ (ἐπὶ τῶν ἀνηλεῶς βασανιζόντων καὶ τυραννούντων τοὺς ἄλλους) Λέσβ. ‖ Παροιμ. Ὅπου πεινάει θωρεῖ ψωμιˬὰ κιˬ ὁ διψασμένος βρύσες Πελοπν. (Μεσσ.) || ᾎσμ. ’Σ τὴ γειτονιά σου δὰ γενῶ καθέγλα νὰ καθίζῃς, βρύσι μὲ τὸ κρυγιˬὸ νερὸ νά ’ρχεσαι νὰ γεμίζῃς Κρήτ. Ὅλα τὰ μάθιˬα ᾽ναι στεγνὰ καὶ τὰ δικά μου βρύσι αὐτοθ. Σῦρε ᾿ς τὴ βρύσι γιˬὰ νερὸ ǀ κ’ ἐγὼ ἐκεῖ σὲ καρτερῶ Θεσσ. Μάννα μάννα νὰ θρέφεται ὡσὰν τὸ τσυπαρίσσι τσαὶ ζὰν τὸν πλάτανον τῆς Κῶς ποῦ τὸν ποτίζει βρύσι (ζὰν=σὰν) Μεγίστ. β) Ἀβαθὲς φρέαρ ἐξ οὗ δύναταί τις διὰ τῆς χειρὸς νὰ ἀντλήσῃ ὕδωρ Ἰκαρ. 2) Τὸ ὕδωρ Πελοπν. (Καλάμ.): Δῶσε μου βρύσι (συνήθως εἰς τοὺς ποιμένας, ὅταν ὁ εἷς ζητήσῃ παρὰ τοῦ ἄλλου ὕδωρ, ἵνα τὸ γάλα τῶν προβάτων ρέῃ ὡς βρύσις, ὁμοίως λέγει καὶ ὁ εὑρισκόμενος ἐντὸς τοῦ δωματίου τῆς λεχοῦς᾿ ἵνα οἱ μαστοὶ αὐτῆς ἀναβλύζουν τὸ γάλα ὡς ἡ βρύσις τὸ ὕδωρ). 3) Ὁ ὑδρορροϊκὸς σωλὴν ὁ φέρων τὴν στρόφιγγα, δι᾿ ἧς ἀνοίγεται καὶ κλείεται ἡ ἐκροὴ τοῦ ὕδατος κοιν.: Ἀνοίγω-κλείνω τὴ βρύσι. β) Ὁ ἀναρτώμενος ἐκ τοίχου νιπτὴρ κοιν. 4) Συνεκδ. ὁ εἰς τὴν γωνίαν τοῦ ὀφθαλμοῦ παρὰ τὴν βάσιν τῆς ρινὸς δακρυγόνος ἀδὴν Ἀθῆν. Ἤπ. (Κόνιτσ.) Κέρκ. Μύκ. Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Δεσφ.): Οἱ βρύσες τῶ ματιˬῶ Μύκ. Ἔβγαλα κἄτι μέσ᾿ ’ς τὴ βρύσι τοῦ μαιτιοῦ καὶ τρέχουσι τὰ μάιτια μου ποτάμι Κίτ. Ὅταν τὰ ζῷα εἶναι ἀστενιˬάρικα, τοὺς παίρνουν αἷμα ἀπὸ τὴ βρύσι τοῦ ματιοῦ Ἀθῆν. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπους Βρύσι πολλαχ. Βρυσάδες Τσακων. Ἀπάνω Βρύσι Πελοπν. (Ἀρκαδ. Ζυγοβίστ. Καλάβρυτ. Κερπιν. Λογγ.) Ἀπάνου Βρύι Πελοπν. (Τριφυλ.) Ἀπάν’ Βρύ’ Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) ’Πάνω Βρύσι Πελοπν. (Γορτυν.) ’Πανουθ’νὴ Βρύ᾿ Θάσ. Κάτω Βρύσι Θεσσ. Πελοπν. (Γορτυν. Ζυγοβίστ. Καλάβρυτ. Λογγ.) Κάτου Βρύι Πελοπν. (Μεσσ. Τριφυλ.) Κάτ’ Βρύ’ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Κατουθ’νὴ Βρύ’ Θάσ. Πέρα Βρύσι Κάρπ. Πελοπν. (Γορτυν. Καρύταιν. Καλάβρυτ.) Πίσω Βρύσι Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Ἄσπρη Βρύ’ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Βουλωμένη Βρύσι Πελοπν. (Γορτυν.) Κόκκινη Βρύσι Πελοπν. (Ἀνδρίτσ.) Κόκκιν’ Βρύ’ Στερελλ (Αἰτωλ.) Κρύα Βρύσι Ἤπ. Κρήτ. Πελοπν. (Ἀλαγων. Ἀνδρίτσ. Ἄργ. Γεωργ. Δίβρ. Ζυγοβίστ. Μεσσ. Καλάβρυτ.) Στερελλ. (Ἀράχ.) Κρύα Βρύ’ Στερελλ. (Αἰτωλ) Μαύρη Βρύσι Κρήτ Πελοπν. (Ἀχαΐα Καλάβρυτ.) Μεγάλη Βρύσι Εὔβ. (Αἰδηψ. Κονίστρ.) Κρήτ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Τρίκκ.) Μεγάλη Βρύι Πελοπν. (Μανιάκ.) Μιγάλ’ Βρύ’ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Μ ’σιˬακὴ Βρύ’ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Μ᾽σιˬανὴ Βρύ’ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ὀπίσω Βρύσι Κρήτ. (Ἡράκλ.) Πέτρι’ Βρύσ’ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Σάπιˬα Βρύ’ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Τρανὴ Βρύσι Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Χτιστὴ Βρύσι Λεξ. Βλαστ. 293 Ψηλή Βρύσι Πελοπν. (Ἀλαγων.) Πέντε Βρύσες Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Σαράντα Βρύσες Α.Ρουμελ. (Στενήμαχ.) Βάτου Βρύσι Θεσσ. ᾽Ετεˬᾶς Βρύσι Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Κρανεˬᾶς Βρύσι Ἤπ. Μηλεˬᾶς Βρύσι Πελοπν. (Βιδιάκ) Πουλιˬοῦ Βρύσι Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Σκιῶν Βρύσι Κύπρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA