βρυσίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρυσίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βρυσίζω Κρήτ. (Σέλιν. Κίσσ.) –Λεξ. Βλαστ. 294 βρυσίζου Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) βρυσάω Ἤπ. βρυτζῶ Ἤπ. (Δρόβιαν).
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βρύσι.
Σημασιολογία
1) Ἀναβλύζω, ἐπὶ τοῦ ὕδατος συνήθως κατὰ τρίτον πρόσωπον Ἤπ. Κρήτ. (Σέλιν. Κίσσ.) Συνών. βρυσιλιˬάζω, βρυσουλλιˬάζω. 2) Ἀφθονῶ, συνήθως κατὰ τρίτον πρόσωπον Πελοπν. (Κίτ. Μάν.): Βρυσίζει τὸ γάλα. Βρυσίζουσι οῖ--ἐλα͜ιὲς (οἱ ἐλαιόκαρποι ἐκχύνουν ἄφθονον λᾷδι κατὰ τὴν σύνθλιψιν ἐν τῷ ἐλαιοτριβείῳ). 3) Παρέχω ἀφθόνως Πελοπν. (Κίτ. Μάν.): Τοῦ τὰ βρυσίζει ὁ Θεὸς (τοῦ παρέχει τὰ ἀγαθὰ ὁ Θεὸς ἐν ἀφθονίᾳ).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA