βρυσομάννα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρυσομάννα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βρυσομάννα ἡ, ΚΠαλαμ. Πεντασύλλ. 6. Περάσμ. καὶ χαιρετ. 84. ΔΣολωμ. 80 –Λεξ. Βλαστ 293 Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. βρύσι καὶ μάννα.

Σημασιολογία

Ἡ ἀρχικὴ πηγὴ τοῦ ὕδατος ἔνθ’ ἀν.: Παροιμ. Ἡ βρυσομάννα στέρεψε, πάν οἱ βρυσοῦλλες, πάνε (ἐκλειψάσης τῆς γενικῆς εὐημερίας συνεκλείπει καὶ ἡ τῶν ἀτόμων). Λεξ. Δημητρ. || Ποίημ. ’Σ τὴν ταφή του χύνει ἡ ἔρμη | βρυσομάννα τὸ νερό, ποῦ τοῦ δρόσισε τὴ θέρμη | εἰς τὸ ψυχομαχητὸ ΔΣολωμ. ἔνθ’ ἀν. Οἱ βρυσομάννες, | μονάχα ἐσεῖς τῆς γλύκας εἶστε | ἁγνὴ χαρά, στάλες, δροσίστε | μέθη εὐωδιˬὰ ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. κεφαλάρι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/