ἀναχοβολῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναχοβολῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναχοβολῶ Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. ἀναχουβουλῶ Θεσσ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ἁμαρτ. ρ. χοβολῶ ἢ κατ’εὐθεῖαν ἐκ τῆς προὐ ἀνὰ καὶ τοῦ οὐσ. χόβολη.
Σημασιολογία
᾿Ανακινῶ, ἀναφύρω ἔνθ’ἀν.: ᾿Αναχουβουλάει τ᾿ στάχτ’ ’ς τοὺν παράgουνα Θεσσ. Συνών. ἀναδεύω Α1, ἀνακατεύω Α1, ἀνακατώνω, Α1, ἀναμίγω 1, ἀνασκαλεύω 1, ἀναχουλεύω 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA