γεροντοχτικιˬὸ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροντοχτικιˬὸ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γεροντοχτικιὸ τό, κοιν. γεροdοχτικιˬὸ Ἀντίπαξ. Ἐρεικ. Κέρκ. Μαθρ. Ὀδων. Παξ. γεροντόχτικο Κωνπλ. Πελοπν. (Μεσσην. Πάτρ.) γεροdόχτικο Κεφαλλ. Σῦρ. ᾽εροdόχτικο Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ θέμ. γεροντο- καὶ τοῦ οὐσ. χτικιˬὸ.
Σημασιολογία
1) Φυματίωσις τῆς γεροντικῆς ἡλικίας ἔνθ᾽ἀν.: Ὁ Στε- φανῆς πέθανε ᾽πὸ γεροdοχτικιˬὸ Ἐρεικ. Πέθανε ὁ ξάδερφος τοῦ κύρη της ᾽πὸ γεροdόχτικο (τοῦ κύρη της = τοῦ πατέρα της) Ὀθων. Πέθαν᾽ ἡ καλή της ΄πὸ γεροdόχτικο (ἡ καλή της = ἡ γιαγιά της) Μαθρ. Μουρέ, τώρα ᾽εροdόχτικο μὲ τὰ καμώματα ᾽φτὰ bοὺ κάνεις αὐτόθ. 2) Ἡ ἐπὶ πολλὰ ἔτη διαρκοῦσα φυματίωσις. Συνών. βλ. εἰς λ. γεροντοτἠχτικας.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA