βρυχάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρυχάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βρυχάζω Ἤπ –Λεξ. Δημητρ. βρυκάζω Παξ. βρυκάζου Ἤπ. (Ζαγόρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βρῦχος.
Σημασιολογία
Κλαίω μεγαλοφώνως, ἐκβάλλω θρηνητικάς κραυγὰς. Συνών. βρυχε͜ιέμαι 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA