ἀνάχρε͜ια
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάχρε͜ια
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀνάχρε͜ια ἡ, Πελοπν.(Μάν.) ἀνάχρα Πελοπν. (Γέρμ. Καρδαμ. Κίτ. Λακων. Μάν.) ἀνάχρη Πελοπν. (᾿Αρκαδ.) ἀνάχρε͜ιο τό, Πελοπν. (Αἰγ. Καλάβρυτ. Μεσσ. Πύλ.) ἀνάχρειγιˬο Πελοπν. (Καλάβρυτ. Σουδεν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ οὐσ. χρεία.
Σημασιολογία
1)Πᾶν οἰκιακὸν ἔπιπλον ἢ σκεῦος Πελοπν.(Αἴγ. Γέρμ. Καρδαμ. Κίτ.Λακων. Μάν. Μεσσ. Πύλ.):Αὐτό ἔναι ἀνάχρε͜ια τοῦ σπιτιˬοῦ Μάν. Ὅ,τι ἀνάχρα εἶχε τὴν ἔπούλησε Γέρμ. Εἶχα τόσες ἀνάχρες καὶ χαθήκανε Μάν. ’Επούλησε τ᾿ ἀνάχρε͜ια τοῦ σπιτιοῦ του Μεσσ. ǁ Παροιμ Δὲν εἶμαι ξύλο τῆς φωιˬτᾶς, εἶμαι ξύλο τῆς ἀνάχρας (πρὸς τοὺς Θεωροῦντας τοὺς ἄλλους εὐτελεῖς) Κίτ. Συνών. ἀγγε͜ιό Ι, ἀναχρική. β) Τὸ σύνολον τῶν πρὸς ἐργασίαν τινά ἀπαιτουμένων ἐργαλείων Πελοπν.(Καλάβρυτ. Σουδεν.): Μὴν τά δίνετε τ᾿ ἀνάχρειγιˬά σας Σουδεν. Φέρ᾿ τ’ ἀνάχρε͜ια μου Καλάβρυτ. Συνών. ἀγγε͜ιά (ἰδ. ἀγγε͜ιὸ 3). 2) ᾿Ιδιοκτησία, κτῆμα Πελοπν.(᾿Αρκαδ.):Εἶναι ἀνάχρη μου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA