ἀρμούζι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρμούζι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀρμούζι τό, Πελοπν. (Σουδεν.)
Ετυμολογία
Ἀγνώστου ἐτύμου.
Σημασιολογία
Γάλα βρασμένον καὶ ἀλατισμένον διατηρούμενον ἐν ἀσκῷ καὶ συμπυκνούμενον ὀλίγον, τρωγόμενον δὲ ὡς τυρός. Συνών. ἅρμη 4, ἁρμόγαλα 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA