γεροξεκουτιˬάρης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροξεκουτιˬάρης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γεροξεκουτιˬάρης ὁ, πολλαχ. γιρουξικουτιˬάρ ᾽ς Θεσσ. (Ἀγναντ. Βαθύρρ. Κακοπλεύρ. κ.ἀ.) Ἤπ. (Ἄγναντ. Καταρρ. Πράμαντ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γέρος καὶ τοῦ ἐπιθ. ξεκουτιˬάρης.
Σημασιολογία
Γεροξεκούτης, ὃ βλ. πολλαχ. Διˬάκ᾽ ὁ γεροξεκουτιˬάρης ὁ Θανασουλόγιˬαννης καὶ πῆρε τὸ τραΐ τῆς Πουλιτσας καὶ τό ᾽σφαξε κάτου᾽ς τὴν Ἀˬηδονόβρυση (διˬάκε = πῆγε, τραΐ = τραγὶ) Πελοπν. Κοντογόν.) Γιˬά τ᾽ρα, γιˬὰ τ᾽ρα, μωρέ, τὸ γεροξεκουτιˬάρη τὶ πῆγε κ᾽ ἔκανε! (γιˬὰ τ᾽ρα = ἰδέ, γιὰ κοίταξε) Πελοπν. (Γαργαλ.) Ἕνας γεροξεκουτιˬάρης δεσπότης ἀράδιˬαζε τοῦ Ἀλέξη... ρητὰ τῆς Ἄγιˬας Γραφῆς καὶ στίχους τοῦ Εύριπίδη Ι. Δραγούμ., Ὄσοι ζωνταν. 2. 91. || Ἆσμ. -᾽Απόψε τὰ μεσάνυχτα ἦρθα ᾽ς τὴν κάμαρα σου, σὲ γέλασα, σὲ φίλησα κι ἄλλος δὲ θὰ σὲ πάρῃ. -Καμάρ᾽ τό ᾽χεις, ρε κερατᾶ, ρὲ γεροξεκουτιˬάρη! Πελοπν. (Ὀλυμπ.). Συνών. βλ. εἰς λ. γεροξεκούτης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA