γεροξούρας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροξούρας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γεροξούρας ὁ, σύνηθ. γεροξούρης Ἀθῆν. Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γέρος καὶ ξούρας.

Σημασιολογία

1) Γεροξεκούτης, ὃ βλ., σύνηθ. 2) γεροξεμωραμένος 2, ὃ βλ. σύνηθ.: Ἄϊ νὰ χαθῇς γεροξούρα! σύνηθ. Διˬάκε ὁ γεροξούρας ὁ μπάρμπας μου ᾽ς τὸ ρ᾽ μαδιˬακό του τὸ σπίτι (δὲν τὸ κουνάει = δὲν κινεῖ τὰ πόδια του, δὲν ἀποφασίζει νὰ μετακινηθῇ) Πελοπν. (Γαργαλ.) Δὲ dρέπεται ὁ γερογούρας! Ἰθάκ. Καὶ δὲ μοῦ λὲς ᾽εδά, θέλει τόνε αὐτὴ τὸ γεροξούρη; Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/