γεροπαλαιϊκὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροπαλαιϊκὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γεροπαλαιϊκὸς ἐπίθ., Πελοπν. (Ἀρκαδ. Γαργαλ. Μεσ- σην. Κοντογόν. κ.ἀ.) – Κ. Πασαγιάνν., Μοσκ., 40 – Λεξ. Μπριγκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γέρος καὶ τοῦ ἐπιθ. παλαιϊκός.

Σημασιολογία

Ὁ λίαν προκεχωρημένης ἡλικίας καὶ συγχρόνως μεγάλην ἔχω γνῶσιν καὶ πεῖραν τοῦ παρελθόντος γέρων ἔνθ᾽ ἀν.: Μολόγαε ὁ Γιάννης ὁ Φουσιˬάνης, πού ᾽ν ὁ γεροπαλαιϊκὸς τοῦ χωριˬοῦ, πὼς οἱ φευγόδικοι κρυβόντανε ᾽ς τὸ Κρυόρρεμα (μολόγαε = διηγεῖτο, φευγόδικοι ληστοφυγόδικοι) Κοντογόν. Οἱ γεροπαλαιϊκώτεροι, ποὺ ἀνέβαζαν τὴν βάρδιˬα ᾽ς τοῦ Βενετσάνου τὸν καιρό, ἀνατρίχιαζαν κˬι ἐκεῖνοι ᾽ς τ᾽ ἄκουσμά της (ἀνέβαζαν τὴ βάρδια ==ἐφρούρουν) Κ. Πασαγιάνν., ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/