ἀναχυμίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναχυμίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναχυμίζω Ἀντικύθ. Κρήτ. Πάρ.-Λεξ. Λεγρ. Βλαστ 285 ἀναχουμίζω Κρήτ. ἀνεχυμίζω Θήρ. ᾿Ιων. (Κρήν.) Κιμωλ Α.Κρήτ. Κύθν. ἀνεθυμίζω ᾿Ιων (Κρήν.) ἀνεχουμίζω Α.Κρήτ. ἀνιχουμίζου Σαμ ᾽νεχουμίζω Ροδ ἀνεχυμῶ Πάρ. Μέσ ἀνεχυμίζομαι Ἄνδρ Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. χυμίζω.

Σημασιολογία

Α) Ενεργ 1) ’Ανακινῶ, ἀναταράττω, ἀνασείω κυρίως τὴν χύτραν διὰ νὰ μὴ κολλήσῃ τὸ φαγητὸν εἰς τὸν πυθμένα Θηρ. Ἴων. (Κρήν.) Κίμωλ. Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πάρ. -Λεξ. Λεγρ. Βλαστ. 285: ᾿Αναχύμισε τὸ τσικάλι Κρήτ. Ἀνεχύμισε τὸ φαεῖ Κίμωλ. Πάαινε ν᾽ ἀνεχυμίσῃς τα φασόλιˬα Ἀπυρανθ. Ἀνεχυμισμενο το χω το τσικάλι αὐτόθ. β) Ὑπανεγείρων δοχεῖόν τι ἢ σάκκον σείω αὐτὸν ἢ κτυπῶ ἐπὶ τοῦ ἐδάφους διὰ νὰ συμπιεσθῇ τὸ περιεχόμενον καὶ δεχθῇ οὕτω μεγαλυτέραν ποσότητα Κρήτ.: Ἀνεχύμισε τὴ gόφα νὰ κάτσου dὰ σταφύλιˬα γιˬὰ νὰ βάλῃς ἀκόμα κἄbοσα. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνασακκιˬάζω 1. 2) Μετακινῶ πράγματα ζητῶν νὰ εὕρω τι καὶ γενικῶς ἀνερευνῶ, ζητῶ Κρήτ. Ρόδ. Σαμ. ᾿Ενεχούμισε ὅλο dό dόπο, μὰ δὲ dὸ βρῆκε Κρήτ. Μὴ bάς ν᾽ ἀνεχουμίσῃς, γιˬατὶ δὲ dό ’χω ᾿κε͜ιά αὐτοῦ Οὕλα τ᾽ ἀνιχούμ’σα κὶ δὲ bόρισα νά τοὺ πιτύχου Σάμ. Συνών. ἀνακατεύω Α3β. 3) Σκάπτω Κρήτ.: Ἀναχουμίζει ὁ χοῖρος τη gοπρὲ (κόπρον). Ἐπῆγεν ὁ χοῖρος σου καὶ μ’ ἀναχούμισε dὸ σώχωρο. Συνών. ἀνασκάφτω. 4) Κάμνω τινὰ νὰ αἰσθανθῇ τάσιν πρὸς ἐμετὸν ΑΚρήτ ’Ενεχούμισέ με τὸ φαεῖ ἁπού ’φαγα. Συνών. ἀναγουλιˬάζω 3β, ἀνακατεύω Α2, ἀνακατώνω Α 2. β) Ενεργ. καὶ μέσ. αἰσθάνομαι τάσιν πρὸς ἐμετὸν Α.Κρήτ.: Μὲ τὰ λόγιˬα σου μ’ ἔκαμες κ᾽ ἐνεχούμισα. Μὴ λές πρᾶμα ἐδὰ ποῦ τρῶμε, γιˬατί θ’ἀνεχουμίσω νὰ βγάλω το φαεῖ. Ἀνεχουμίζομαι και θὰ ξεράσω. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀναταράζω 4. 5) ᾿Αμτβ. ἐκχέω τὸν χυμόν μου, μαραίνομαι ’Αντικύθ. Κίμωλ. Κρήτ. : ᾿Ανεχυμίζει τὸ γέννημα Κρήτ. Τὸ σπαρτὸ εἶναι ἀνεχυμισμένο Κίμωλ. Β) Μέσ. 1) Αἰσθάνομαι φρικίασιν, φρίττω Ἄνδρ. Κύθν. Ναξ (᾿Απύρανθ.): Ἐνεχυμίστηκα ἅμα σέ ᾽δα νὰ τρώς λεμόνι Ἄνδρ Συνών. ἶδ. ἐν λ. ἀνατριχιˬάζω 1. 2) ᾿Εξάπτομαι, διεγείρομαι, ἐρεθίζομαι Κρήτ. Νάξ. (’Απύρανθ.): ᾿Ενεχυμίστηκα ὅ,τι καὶ τὸν εἶδα κ᾿ ἦρθε μου νὰ χυθῶ νὰ τόνε μαδήσω (ὅ,τι=μόλις) ᾿Απύρανθ. ᾿Ενεχυμίστη τὸ αἷμα τζη, ὅdε τὸν εἶδε, ἐθυμήθη dὴ παλα͜ιά των ἀγάπη αὐτόθ. Πβ. ἀνάφτω Α 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/