γεροπαππούλης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροπαππούλης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γεροπαππούλης ὁ, Πελοπν. (Γαργαλ. Βερεστ. Δίβρ. Κίτ. Μάν.) – Γ. Βλαχογιάνν., Γῦρος ἀνέμ., 15 γιρουπαππού᾽ς Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ θέμ. γερο- καὶ τοῦ οὐσ. παππούλης.
Σημασιολογία
1) Ὁ πάππος κατ᾽ ἔννοιαν θωπευτικὴν Στερελλ. (Αἰτωλ.) Πελοπν. (Γαργαλ. Δίβρ.) –Γ. Βλαχογιάνν., ἔνθ᾽ ἀν.: Τοὺν ἄρμιξις τοὺ γιρουπαππού᾽ (τοῦν ἄρμιξις = τοῦ πῆρες ὅλα τὰ χρήματα) Αἰτωλ. Ἀκουστὰ τό ᾽χω ἀπὸ τὸ γεροπαππούλη μου κˬι αὐτὸς ἀπ᾽ τὸ δικό του Γ. Βλαχογιάνν., ἔνθ᾽ ἀν. 2) Κληρικός, ἱερεὺς ἢ μοναχός, προκεχωρημένης ἡλικίας, κατ᾽ ἔννοιαν θωπευτικὴν καὶ εἰς ἔνδειξιν σεβασμοῦ Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Γιˬὰ ποῦ, καλὴ ὥρα, γιρουπαππούλ᾽; Ἄκρ. Τὴν εὐκή σου, γεροπαππούλη! Κίτ. Μάν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA