γεροπαράλυτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροπαράλυτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γεροπαράλυτος ὁ, πολλαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ θέμ. γερο- καὶ τοῦ έπιθ. παράλυτος.

Σημασιολογία

Γεροπαραλύμενος, τὸ ὁπ. βλ., πολλαχ.: Ὁ γεροπαράλυτος μουρλαίνεται καὶ παθαίνει χ᾽νέριˬα ἀπ᾽ ἀγάπη Πελοπν. (Κλειτορ.) Πάει ὁ γεροπαράλυτος καὶ κάνει ἀργολαβίες μὲ τὰ κορίτσα (κάνει ἀργολαβίες = ἐρωτοτροπεῖ) Πελοπν. (Γαργαλ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/