γεροπατέρας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροπατέρας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γεροπατέρας ὁ, πολλαχ., γιρουπατέρας βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ θέμ. γερο- καὶ τοῦ οὐσ. πατέρας.
Σημασιολογία
1) Γέρων πατήρ, πατὴρ εἰς προκεχωρημένων ἡλικίαν πολλαχ. β) Πατὴρ κατ᾽ ἔννοιαν θωπευτικήν πολλαχ. Συ- νών. γέρος 2.2) Ὡς προσφώνησις νέου πρὸς ἡλικιωμένον, προκαλοῦντα τὸν σεβασμὸν πολλαχ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA