γεροποῦρτσος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροποῦρτσος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Τυπολογία

γεροποῦρτσος ὁ, Θρᾷκ. (Αἶν.) γεροπροῦτσος Θρᾴκ. (Αἶν.) γιρουπροῦτσους Εὔβ. (Ἄκρ.) γεροπρίτσος Θρᾴκ. (Αἶν. Σαρεκκλ. Σηλυβρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ θέμ. γερο- καὶ τοῦ οὐσ. ποῦρτσος, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ οἱ τύπ. προῦτσος καὶ πρίτσος.

Σημασιολογία

1) Γηραιὸς τράγος Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) 2) Σκωπτικῶς, ὁ ἐσχατόγηρος Θρᾴκ. (Αἶν.) 3) Γέρων ἔκλυτος, ἀσελγὴς Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) 4) Θωπευτικῶς, γέρων διατηρῶν τὰς σωματικάς του δυνάμεις ἀκμαίας Εὔβ. (Ἄκρ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/