βρωμερὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρωμερὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βρωμερὸς ἐπίθ. κοιν. βρωμερὸ Ἀπουλ. βρουμιρὸς βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βρῶμα (ἡ) καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ερός.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἀναδίδων κακὴν ὀσμήν. δυσώδης κοιν. καὶ Ἀπουλ.: βρωμερὸς ἀέρας-τόπος κττ. Βρωμερὸ κρέας-ψάρι κττ. Βρωμερὸ πρᾶμα. Βρωμερὸ παιδὶ κοιν. || ᾎσμ. Μωρὴ σαρδέλλα βρωμερή, σουπιὰ τηγανισμένη καὶ καρακάξα τοῦ γιˬαλοῦ, πο͜ιὸς διˬάολος σὲ θέλει; (σκωπτικῶς πρὸς γυναῖκα) Ἰων (Κρήν.) Σῦρ. κ.ἀ. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Β 447 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «ν᾽ ἀφήσῃς χόρτα βρωμερὰ κι ἀθὸ φαρμακεμένο, | νὰ πάρῃς ρόδον ὄμορφο καὶ μοσκομυρισμένο». Τὸ θηλ. Βρωμερὴ τοπων. Μακεδ. 2) Μεταφ. ἀνήθικος, ἀχρεῖος, φαῦλος κοιν.: Βρωμερὸς ἄνθρωπος. Βρωμερὴ γυναῖκα. || Φρ. μεταφ. Στόμα βρωμερὸ (συνεκδ. ἐπὶ ἀνθρώπου φιλοψόγου ἢ αἰσχρολόγου) Συνών. ἀμύρωτος 2. Πβ. βρωμέας͵ βρωμιˬάρις͵ βρῶμος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA