ἁρμυροκουλούρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁρμυροκουλούρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἁρμυροκουλούρα ἡ, σύνηθ. ἁρμυρουκ’λούρα βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἁρμυρὸς καὶ τοῦ οὐσ. κουλούρα.

Σημασιολογία

Πίττα λίαν ἁλμυρὰ ἡ ὁποία τρωγομένη καθ’ ὡρισμένας ἡμέρας προκαλεῖ ὡς πιστεύεται μαντικὰ ὄνειρα περὶ τοῦ μέλλοντος συζύγου ἢ τῆς συζύγου (συνήθως πρὸς παρασκευὴν αὐτῆς λαμβάνονται τρεῖς κουταλεˬὲς ἀλεύρι, τρεῖς κουταλεˬὲς ἅλας καὶ τρεῖς κουταλεˬὲς νερό. Πβ. ΝΠολίτ. ἐν Λαογρ. 3 <1911> 6-11 καὶ 46): Φρ. Ἁρμυροκουλούρα ἔφαγε (ἐπὶ τοῦ πίνοντος πολὺ ὕδωρ) πολλαχ. Συνών. ἁρμυροκούλουρο, ἁρμυροκουρούνα, ἁρμυρόπιττα, ἁρμυροπιττάρι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/