ἀχολόσκαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχολόσκαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀχολόσκαστος ἐπίθ. σύνηθ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *χολοσκαστὸς<χολοσκάω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ στενοχωρούμενος ἢ μὴ στενοχωρηθεὶς σύνηθ.: Δὲν περνῶ μέρα ἀχολόσκαστος, ὅλο συγχύζομαι σύνηθ. Συνών. ἀχολίκευτος 2) ᾽Απαθὴς Νάξ. (᾽Απύρανθ.) Νίσυρ. - Λεξ. Δημητρ.: Εὐτὸς εἶν᾿ ἀχολόσκαστος ἄθρωπος, ὅλος ὁ κόσμος νὰ χαθῆ δὲ δώνει μιˬὰ bεdάρα ’Απύρανθ. ᾽Αχολόσκαστη τούτη ἡ γυναῖκα, ἀπὸ τὸ πρωὶ ὥς τὸ βράδυ τραγουδάει Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA