βρωμο-

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρωμο-

Τύπος

Λήμμα

Τυπολογία

βρωμο- κοιν.

Ετυμολογία

Θέμα τῆς λ. βρῶμα (ἡ).

Σημασιολογία

Δι' αὐτοῦ ὡς πρώτου συνθετικοῦ προσδιοριστικοῦ τοῦ δευτέρου σχηματίζονται σύνθετα ὀνόματα δηλοῦντα. 1) Τὸν ἀναδίδοντα δυσάρεστον ὀσμήν, τὸν δυσώδη. οἷον: βρωμοαφροξυλεˬά, βρωμοκαρυδεˬά, βρωμοκλάδι ἢ βρωμοκλάρι, βρωμοκουτσουνάδα, βρωμοκρανεˬά, βρωμόκρεας, βρωμολάχανο, βρωμολίμνη, βρωμολυγαρεˬά, βρωμόμουρος, βρωμονέρι, βρωμόρριζα, βρωμόχορτο κττ. 2) Τὸν ἀκάθαρτον, ρυπαρόν, βρωμερόν, οἷον: βρωμάσκι, βρωμόγενα (ρυπαρὰ γένεια), βρωμογειτονιˬά, βρωμόκελλο, βρωμοκόριτσο, βρωμόνερο, βρωμόπαιδο, βρωμόπαννο ἣ βρωμοπάννι, βρωμοπήγαδο, βρωμοπόδαρα, βρωμοσκέπασμα, βρωμοσκολεῖο, βρωμόσκυλλο, βρωμοσόκακο, βρωμόσπιτο, βρωμότοπος, βρωμόχερα, βρωμοχωριάτης κττ. 3) Τὸν μικρᾶς ἀξίας, εὐτελῆ, πρόστυχον, οἷον: βρωμοάλογο, βρωμόκερο, βρωμόκρασο, βρωμόξιδο, βρωμοοικογένεια, βρωμόπουλλο, βρωμότυρο, βρωμόφαγο, βρωμοφούστανο, βρωμόψαρο, βρωμόψωμο κττ. 4) Τὸν ἄθλιον, ἐλεεινόν, οἷον: βρωμαράπης, βρωμαραπόπουλλο, βρωμαρβανίτης, βρωμοβούργαρος, βρωμογαλατᾶς, βρωμογείτονας, βρωμογειτονιά, βρωμογερμανός, βρωμοζωή, βρωμοϊταλός, βρωμόκληρα, βρωμότουρκος, βρωμόφραγκος κττ. β) Μεταφ. τὸν ἀνήθικον, αἰσχρόν, φαῦλον, οἶον: βρωμάνθρωπος, βρωμόγερως, βρωμόγλῶσσα, βρωμόγρα͜ια, βρωμογυναῖκα ἢ βρωμογύναικο, βρωμοδουλε͜ιά, βρωμοκόριτσο, βρωμόλογο, βρωμόπαιδο, βρωμοτράγουδο κττ. Συνών. παλα͜ιο- 5) Τὸν δυσάρεστον, ὀχληρόν, οἷον: βρωμοαέρας, βρωμόκαιρος, βρωμοκαλόκαιρο, βρωμοβορεˬάς, βρωμόκρυο, βρωμονοτεˬὰς κττ. 6) Δείνωσιν τῆς σημασίας τοῦ δευτέρου συνθετικοῦ, οἷον: βρωμόξυλο (δυνατὸ ξύλο, ἰσχυρὸς δαρμὸς) κοιν. βρωμόκουτος (πολὺ κουτὸς) Κύπρ. βρωμόκουτσος (πολὺ κουτσὸς) αὐτόθ. βρωμόπελ-λος (πολὺ μωρὸς) αὑτόθ. κττ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/