ἁρμυρὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁρμυρὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἁρμυρὸς ἐπίθ. ἁλμυρὸς Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) ἁρμυρὸς κοιν. ἁρμυριˬὸς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἁρμεριˬὸς Κορσ. ἀρμ’ρὸς Πάρ. (Λεῦκ.) κ.ἀ. ἁρμυρὺς Κίμωλ. Κύθν. Μύκ. ἁρμυρὲ Τσακων. ἁρμερὲς Σκῦρ. ἁϊμυὺς Σαμοθρ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἁρμυρός, ὃ ἐκ τοῦ ἁρχ. ἁλμυρὸς Ὁ μεταπλασμὸς τοῦ τύπ. ἁρμυρὺς ἔγινε κατὰ τὸ ἁψύς, δριμύς, πρικὺς κττ., περὶ ὧν ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,581. Περὶ τοῦ τύπ. ἁϊμυὺς ἰδ. AHeisenberg ἐν Ἀφιερωμ. εἰς ΓΧατζιδ. 91.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Ὁ ἁλμυρὸς τὴν γεῦσιν κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) Τσακων.: Κρέας-φαεῖ-ψάρι ἁρμυρὸ κοιν. Ἄλλος τὰ θέλ’ ἁρμυριˬὰ κιˬ ἄλλος ἀνάλατα (ἐνν. τὰ φαγητὰ) Ἀπύρανθ. || Φρ. Ἀρμυρὸ θάλασσα-λύσσα (ἁλμυρὸν ὡς τὸ ὕδωρ τῆς θαλάσσης, ἁλμυρὸν μέχρι βαθμοῦ ὥστε νὰ προκαλέσῃ λύσσαν, ἤτοι ἁλμυρότατον) πολλαχ. Τοῦ ἦρθε ἁρμυρὸ (τοῦ κακοφάνηκε) Λεξ. Βλαστ. || Παροιμ. Ὅλ’ ἡ θάλασσα εἶν᾿ ἁρμυρή, μὰ τόπους τόπους λύσσα (ὅλοι οἱ κακοὶ ἔχουν τὰ αὐτὰ ἐλαττώματα, ἀλλ᾽ ὑπάρχουν καὶ μερικοὶ ὑπερβάλλοντες τοὺς πάντας κατὰ τὴν κακοήθειαν) ΙΒενιζέλ. Παροιμ. 2 193, 234. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἁλμυρὸς Ἤπ. Θεσσ. Ρόδ. Ἁρμυρὸς Κρήτ. Πάρ. Πελοπν. (Λάκων. Μάν.) Χίος Ἁρμυρὴ Κρήτ. Κῶς Μακεδ. (Θεσσαλον.) Πελοπν. (Κορινθ.) Ἁρμυρὸ Σῦρ. Ἁλμυρὲς Κάλυμν. Ἁλμυρὰ Στερελλ. (Φθιῶτ.) Ἁρμυρὰ Σίφν. 2) Ὁ ἀγαπῶν, ὁ ἀρεσκόμενος νὰ τρώγῃ ἁλμυρᾶς τροφὰς Σῦρ. (Ἑρμούπ.): ᾿Εγὼ εἶμ᾽ ἁρμυρὸς. Β) Μεταφ. 1) Ὁ δριμὺς τὴν γλῶσσαν, φιλοσκώμμων Πελοπν. (Δημητσάν.) κ.ἀ.: Παροιμ. Ὁ ἀνάλατος ἐσιˬάχτηκε κιˬ ὁ ἁρμυρὸς ἐδάρθηκε (ἐπὶ τιμωρίας τοῦ χλευάζοντος) Δημητσάν. Διὰ τὴν σημ. ταύτην πβ. Ἀθήν. 3,121f «ἁλμυροὺς λόγους γλυκέσιν ἀποκλύζεσθαι νάμασι». 2) Ὑπερτιμημένος πολλαχ. Τὸ δεῖνα εἶναι λίγο ἁρμυρό. Τὸ κρασὶ εἶναι καλό, ἀλλ᾿ ἁρμυρὸ πολλαχ. Συνων. ἀκριβὸς Α2. Πβ. ἁκριβούτσικος, ἁρμυρούτσικος. Γ) Οὐδ. οὐσ. 1) Ἅλας Κορσ.: ᾎσμ. Τῆς νύφης μαγειρέψετε μαύρου φιδιˬοῦ κεφάλι καὶ βάλτε χοῦφτες τ᾿ ἁρμεριˬὸ καὶ χοῦφτες τὸ πιπέρι καὶ ᾿πιστομίστε τὰ σταμνιˬὰ νερὸ νὰ μὴν εὑρίσκῃ. 2) Πληθ., τροφαὶ ἁλίπαστοι καὶ μάλιστα οἱ ἰχθύες σύνηθ.: Μ’ ἀρέσουν τ᾿ ἁρμυρά. Τ᾿ ἁρμυρὰ τραυοῦν κρασὶ σύνηθ. || Φρ. Ἀγαπᾷ τ’ ἁρμυρὰ (ἐπὶ τοῦ φιληδόνου. Συνών. φρ. ἀγαπᾷ τὰ ξινὰ) Λεξ. Αἰν. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Μαχαιρ. 1,406 (ἕκδ. RDawkins) «ἀγόρασεν ἁρμυρὰ διὰ τὸ κελλάριν». Πβ. ἁρμυρόψαρα. 3) Πληθ., ρεβίθια τὰ ὁποῖα ἀφοῦ ἐμποτισθοῦν δι᾿ ἁλμυροῦ ὕδατος φρυγανίζονται καὶ χρησιμοποιοῦνται ὡς τρωγάλια Πελοπν. (Ἀρκαδ.) 4) Ἡ καλὴ διάθεσις, εὐθυμία Λέσβ.: Φρ. Χαλῶ τ’ ἁρμυρό μ’ (ταράσσομαι, χάνω τὴν ψυχραιμίαν μου, σκοτίζομαι). Συνών. φρ. χαλῶ τὴ ζαχαρένιˬα μου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/