ἀναχωρῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναχωρῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναχωρῶ λογ κοιν. ἀναχωρίζω Μῆλ.-Λεξ. Βαιγ. Περίδ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀναχωρῶ, παρ’ ὃ καὶ άρχ. ἀναχωρίζω.
Σημασιολογία
Ἀπέρχομαι λογ. κοιν. καὶ δημῶδ. Μῆλ. : Αὔριο ἀναχωρῶ. Τὸ βαπώρι ἀναχωρεῖ κοιν. ǁ ᾎσμ. Κάτσ’, ἀδερφέ, μὲ τὴν ὁρμή, τι’ ἐγὼ ἀναχωρίζω καὶ ᾿ς τὀν ἅι-Γιˬάννη ὁρκίζομαι σὰν ἀδερφός νὰ ζήσω Μῆλ. Συνών. φεύγω, ἀντίθ. γυρίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA