ἄχολος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄχολος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄχολος ἐπίθ. πολλαχ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄχολος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ὀργιζόμενος σύνηθ.: Ἄχολος ἄνθρωπος, ὅ,τι νὰ τοῦ πῇς δὲν πειράζεται πολλαχ. || Φρ. Ἄχολὴ μου (δὲν φροντίζω, δὲν σκοτίζομαι) Κῶς || Παροιμ. φρ. Ἄχολον ἀντρόγυνον σὰν περιστεροζεύγαρον (ἐπὶ τῶν ἐν ἁρμονίᾳ συμβιούντων συζύγων) Κάρπ. || ᾎσμ. Ἄχι πῶς ἤμουν ἄχολος ὡσὰ bεριστεράκι, μ᾿ ἀπῆς ἐbῆκα ’ς τὸ σεβdᾶ, τό ’δεσα τὸ μεράκι Κρήτ. Συνών. ἀχόλιαστος 2. 2) 'Αμνησίκακος, ἀγαθός, καλόκαρδος σύνηθ.: Φρ. Ἄχολο περιστέρι (ἐπὶ ἀνθρώπου ἀγαθωτάτου) σύνηθ. || ᾎσμ. Περιστεράκι μ' ἄχολο, ὁποὺ χολὴ δὲν ἔχεις, σὰ dὸν ἀέρα πορπατεῖς καὶ σὰ dὰ νέφη τρέχεις Νάξ. ('Απύρανθ.) - Ποίημ. Ἄνοιξε τὰ φτερούγιˬα σου, ἄχολο περιστέρι, καὶ θανὰ πάς γιˬ᾿ ἀγάπη μου σὲ μακρινὸ σεφέρι ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2, 42. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. Καρπ. κ.ἀ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA