βρωμοβυζάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρωμοβυζάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Οὐσιαστικό
Γένος
Οὐδέτερο
Τυπολογία
βρωμοβυζάκι τό, ἀμάρτ. βρωμοζάκι Κέρκ. Κεφαλλ. -Λεξ. ΜἘγκυκλ. Δημητρ. βρωμουσάκι ΠΓεννάδ. 1035.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. βρῶμα (ἡ) καὶ βυζάκι. Οἱ ἄνευ τοῦ βυ τύποι καθ' ἁπλολογίαν. Τὸ βρωμουσάκι ἐκ παρετυμ. πρὸς τὸ βρωμοῦσα, ὃ ἰδ.
Σημασιολογία
1) Τὸ φυτὸν χοιράδιον τὸ ξενικὸν (scrofularia peregrina) τῆς τάξεως τῶν γρομφαδιωδῶν (scrofulariaceae), ἡ γαλίοψις τοῦ Διοσκορίδου ΠΓεννάδ. 1035. Συνών. βρωμόμουρος, βρωμόχορτο. 2) Τὸ φυτὸν πράσιον τὸ κοινὸν (marrubium vulgare) τῆς τάξεως τῶν χειλανθῶν (labiatae) Κέρκ. Κεφαλλ. -Λεξ. ΜἘγκυκλ. Δημητρ. 3) Ὑπὸ τὸν τύπ. βρωμοζάκι τοῦ βουνοῦ, τὸ φυτὸν χοιράδιον τὸ ἑτερόφυλλον (scrofularia heterophylla) Κέρκ. -Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA