γεροραμολὶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροραμολὶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γεροραμολὶ τό, σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ θέμ. γερο- καὶ οὐσ. ραμολί.
Σημασιολογία
Γέρων μωρός, ἔκλυτος καὶ ἀσελγής: Μὰ τί περιμένεις ἀπ᾽ αύτόν; Ἕνα γεροραμολί εἶναι σύνηθ. Εἶναι ἕνας γεροραμολί, ποὺ ἀκολουθεῖ ᾽ς τοὺς δρόμους ὅλες τὶς μικρὲς μαθήτριες. Π. Νιρβάν., Ἀγριολούλ. 247. Συνών. γεροπόρνος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA