βρωμοδουλε͜ιὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρωμοδουλε͜ιὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Οὐσιαστικὀ
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βρωμοδουλε͜ιὰ ἡ, σύνηθ. βρωμοδουλεία Πόντ. (Κερασ.) βρουμουδ’λε͜ιὰ βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. βρῶμα (ἡ) καὶ δουλε͜ιά.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Ἐργασία ρυπαίνουσα, καθιστῶσα ἀκάθαρτον καὶ ρυπαρὸν τὸν ἐργαζόμενον σύνηθ.: Ὅπο͜ιος βρίσκεται ἢ ἔχει βρωμοδουλε͜ιὰ δὲ μπορεῖ νὰ εἶναι καθαρός. 2) Ἐργασία ἀμελὴς καὶ ἀτελής, τῆς ὁποίας τὸ προϊὸν εἶναι κακότεχνον καὶ ἄκομψον σύνηθ.: Τὸν πιˬάνεις κιˬ αὐτὸν γιˬὰ τεχνίτῃ; δὲ βλέπεις τί βρωμοδουλε͜ιὰ κάνει; 3) Ἔργον δυσχερὲς καὶ ἄχαρι Πόντ. (Κερασ.) Β) Μεταφ. 1) Πρᾶξις ἠθικῶς ἐπιλήψιμος, αἰσχρά, κακοήθης σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ.): Κἄπο͜ια βρωμοδουλε͜ιὰ εἶναι ᾿ς τὴ μέση. Κἄτι βρωμοδουλε͜ιὰ τρέχει ἐδῶ. Ἀνακατεύεται σὲ βρωμοδουλε͜ιές. Τὴν ἔχει κάνει τὴ βρωμοδουλε͜ιά, γι’ αὐτὸ ντρέπεται νὰ ἔρθῃ. Συνών. ἀσκημιὰ 2, ἀσκημοδουλε͜ιά, ἀσκημότη 2, βρῶμος 1 β. 2) Ὑπόθεσις περίπλοκος, ὀχληρὰ καὶ κακὴ σύνηθ.: Φρ. Ἔπαθα μιὰ βρωμοδουλε͜ιά. Τοῦ κατάφερε -τοῦ σκάρωσε μιὰ βρωμοδουλε͜ιὰ (τὸν περιέπλεξεν εἰς ὑπόθεσιν κακήν).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA