ἀνεβαίνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνεβαίνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνεβαίνω, ἀναβαίνω Ἤπ. (Κούρεντ.) Θρᾴκ. (Καλλίπ.) Καππ. (᾿Αξ.) Κύπρ. Πόντ. (Κοτύωρ.) Σέριφ.-Κορ. Ἄτ. 5,15 ΔΣολωμ. 11 ἀναβαίν-νω Ἀπουλ. ἀνεβαίνω κοιν. καὶ Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.) ἀνεβαίν-νω ᾿Απουλ. (Καλημ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀνεβαίν-νου Χίος (Μεστ.) ἀνεαίνω Κάρπ. ἀνεαίν-νω Ἀπουλ. (Καλημ.) Κάρπ. Κάσ. Κύπρ. ἀνιβαίνου βόρ. ἰδιώμ. ἀνηβαίνω Κύμ. Λευκ. Μεγίστ. Πόντ. (Κερασ. Οἰν. ᾿'Οφ. Σάντ. Τραπ.) Σύμ.-Λεξ. Μπριγκ. ἀνηβαίνου Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.) ἀνηβαίν-νω Χίος (Καρδάμ.) ἀνηαίνω Μεγιστ Χίος ἀνηβαίν-νου Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀν᾿βαίνου Ἤπ. (Ζαγόρ.) Λέσβ. ’ναβαίνω Χίος ᾿νεβαίνω Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Θεσσ. (Ὄλυμπ.) Κάσ. Προπ. (’Αρτάκ.) ᾽νεβαίννω Κῦπρ. Ροδ. Τῆλ. ᾿νιβαι΄νου Μακεδ. ᾿νηβαίνω Πόντ. (’Αμισ.) Σύμ. ᾿νηβαίν-νω Σύμ. ᾽ναίν-νω Ροδ. ᾽bαΐνου Τσακων. Παρατ. ἀνεβαίνιξα Καππ.(Σίλατ.) Προστ. ἀνάιβα Μακεδ. Μέσ. γ΄ προσ. ἀνεβίεται Πόντ. (Οἰν.)

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀνεβαίνω, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀναβαίνω. Τὸ ᾿ναίννω ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ᾿νεαίν-νω. Διὰ τὸν τύπ. Bαΐνου ἰδ. ΗΡernot Dial. Τsakon. 271.

Σημασιολογία

Α) ’Αμτβ. 1) ᾿Αναβαίνω, ἀνέρχομαι κοιν. καὶ ’Απουλ. (Καλημ.) Καλαβρ (Μπόβ.) Καππ. (Ἀξ. Σίλατ. κ. ἀ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ.): ᾿Ανεβαίνω ᾿ς τὸ βουνὸ- ᾿ς τὸ δέντρο-’ς τὸ δῶμα κττ. Ἀνεβαίνει ὁ ἥλιˬος τὸ θερμόμετρο κττ, κοιν. Ὁ νεˬὸς ἐνέη ᾿ς τὸ ᾽ουνίν (βουνὸ) Κάρπ. Μὴν ἀν᾿βαί᾽ς ᾿ς τοὺ δέντρου Ἤπ. (Ζαγόρ.) Ἀνἠφ’κα ᾿ς τοὺ καμπαναρε͜ιὸ αὐτόθ. Ἀνηβαίνομε ’πάνου ’ς τὴ σουτσέα Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) ’Νέβα ’πάνω Ροδ. Ἀνάιβα ’πάνου Μακεδ. ’Ενήβα ἐπάν’ ᾿ς σὸ δεντρὸ ᾿΄Οφ. ᾿Ενήβα ἀπάν’ ᾿ς σὴν πέτραν Τραπ. ǁ Φρ. Ἀνέβηκε τὸ αἷμα ᾿ς τὸ κεφάλι του-᾿ς τὸ πρόσωπό του (ἐξήφθη, ὠργίσθη) κοιν. Ἡ λαλία τ᾽ ᾽ς σὸν οὐρανὸν ἀνηβαίνει (ἐπὶ τοῦ ἰσχυρῶς κραυγάζοντος) Κερασ. ǁ Παροιμ. φρ. ᾽Ανέβ’κι οὑ γάιδαρους ᾿ς τὰ κιραμίδιˬα (ἐπὶ τῶν εὐπίστων) Στερελλ. (᾿Ακαρναν.) ǁ ᾊσμ. Γιˬὰ ᾽νάβα, βρὲ ναυτόπουλλο, ἀπάνω ᾿ς τὸ κατάρτι. Παιζωγελῶντας ᾽νάβαινε, κλαίγοντας καταβαίνει Χίος Ἐμπαιν-νει μεσ᾽ ᾽ς το σπιτι του,' ς τη gλίνη τ’ ἀνεαινει, ἀνεκουφᾷ τὸ πόπλωμα, φιλᾷ κιˬ ἀνεφιλᾷ το (ποπλωμα=παπλωμα) Καρπ. Ἁγιˬέ-Νικόλα τῶν Μυρῶν μὲ τὸ ψαρὰ τὰ γένε͜ια, σαν ὃ ἀνηβαίνῃ ᾽ς τα παννιˬά, νά με τὸν ἔχῃς ἔννο͜ια Μεγιστ. Μέσ. κατὰ γ΄ πρόσ. Πόντ. (Οἰν.): Ἀτοῦ ἀπάνου ᾿κ᾽ ἀνεβίεται (ἀντὶ ᾽πὶ ἀνεβίεται, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀνεβῆ τις). Καὶ μετβ. ἀνέρχομαί τι κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. ᾿΄Οφ. Τραπ.): ᾿Ανεβαίνω τὸ βουνὸ-τὴ ράχι-τὴ σκάλα κοιν. Ἀνηβαίνω τὰ σκάλας Κοτύωρ. ǁ ᾎσμ. Τὴ σκάλα π᾿ ἀνεβαίνεις ν᾿ ἀνέβαινα κ’ ἐγώ, σὲ κάθε σκαλοπάτι νὰ σὲ γλυκοφιλῶ Κρήτ.-Ποίημ. Θαμποφέγγει κἀνέν’ ἄστρο | καὶ ἀναδεύοντο μαζὶ ἀναβαίνοντας τὸ κάστρο | μὲ νεκρώσιμη σιωπὴ ΔΣολωμ. 11. 2) Αἴρομαι εἰς ὕψος, ἀνυψώνομαι σύνηθ. : Ἀνεβαίνει ὁ τοῖχος-τὸ χτήριο. Ἀνεβαίνει τὸ καζάνι-τὸ ποτάμι (βραχυλ. ἀντὶ τὸ νερὸ τοῦ καζανιˬοῦ τοι ποταμιˬοῦ). Ἀνεβασμένα νερά. 3) Ὑφίσταμαι τὴν ἀναγκαίαν ζύμωσιν, ζυμοῦμαι κοιν. καὶ Πόντ. (᾿Αμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. ”Οφ. Σάντ. Τραπ.): Ἀνέβηκε ἡ ζύμη-τὸ προζύμι -τὸ ψωμὶ κοιν. Ἀνέφ’τσι τοῖν ζ᾿μάρ᾿ Λεσβ. Τὸ ζουμάρ’ ἐνέβεν Κοτύωρ. ᾿Αλ-λογκομ-μάιν θέλουν ν᾿ ἀνηβοῦν τά ψωμιˬὰ Σύμ. ᾿Ναίν-νουν τὰ ψωμιˬὰ Ροδ. ǁ ᾎσμ ᾿Ανήβαινε προζύμι, κατήβαινε σκαφίδι, κοράσιˬα τὸ ζυμώνουν, μὲ μάννα μὲ πατέρα Ἤπ. Συνών. ἀναδίνω Β 1 ς͵ ἀναζυμώνω 2, φουσκώνω. 4) Προχωρῶ, προβαίνω Τῆν.-ΙΔραγούμ. Ὅσοι ζωντ2. 84 : ἀνεβαίνει ἡ μέρα Τῆν. Ἡ νύχτα ἀνεβαίνει ΙΔραγούμ. ἕνθ’ ἀν. 5) Προάγομαι, προβιβάζομαι, ἐν τῇ σχολικῇ γλώσσῃ Μηλ.: Ὁ γιˬός μ᾿ ἀνέβηκε ’ς τὴν παραπάνω τάξι. 6) Ὑπερτιμῶμαι κοιν.: ᾿Ανέβηκε ἡ ζάχαρι-τὸ νοίκι-τὸ ψωμί. Ὅλα τὰ πράματα ἀνεβαίνουν κάθε μέρα κοιν. Τὰ μεροκάματα εἶν᾽ ἀνεβασλιιένα πολλαχ. 7) Συμποσοῦμαι, ἐπὶ λογαριασμῶν κοιν.: ’Ανέβηκε ὁ λογαριˬασμὸς ἑκατὸ δραχμές. Ἡ προῖκα της μετρητά, ἔπιπλα καὶ ροῦχα ἀνεβαίνει ἓκατὸ χιλιˬάδες. Τὸ χρέος ἀνεβαίνει σὲ δέκα χιλιάδες κοιν. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Λαογρ. 9 (1926) 361 «ἀνέβη δὲ ἡ προῖκα τους ἑξήντα μυριάδες». 8) Γίνομαι σφοδρότερος ἐντείνομαι κοιν. : Ἀνεβαίνει ὁ πυρετὸς-ἡ ζέστη - τὸ κρύο κοιν. Ὅσ΄ ἀνεβαίνει ἡ μέρα, ἀνεβαίν’ ἀγέρας (ἀντὶ ὁ ἀγέρας) Τῆν. 9) Ἀναπνέω μετὰ δυσκολίας, ἀσθμαίνω Πελοπν. (Λακων.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀναφέρνω Α 1 β. 10) Ἐπιστρέφω, ἐπανέρχομαι Κύθν.: Ὁ δεῖνα λείπει ᾿ς τὸ δεῖνα μέρος τσαὶ θ᾽ ἀνέβη τὸν ἄλλο μῆνα Κύθν. Β) Μετβ. 1) Ἐπιβαίνω τινὸς ᾿Ἤπ. (Κούρεντ.) Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ. Καλλίπ. Σαρεκκλ. Σηλυβρ.) Μακεδ.: Ἐπειδὴ ἀνέβ’κε ὁ Χριστὸς τὸ μουλάρι, τὸ βλόησε νὰ μὴ γεννάῃ Σήλυβρ. Ἡ ἀλιποῦ ἀνέφ’κι τοὺ γάιδαρου κιˬ ἄρχιψι να πααί’ ’Αδριανούπ. ǁ Παροιμ. Τὸ χαμηλὸ τὸ γάδαρο οὕλοι τὸν ἀνεβαίνουνε (τὸν ἀνίσχυρον πάντες ἀδικοῦν) πολλαχ. Συνών. καβαλλαρώνω, καβαλλήκω, καβαλλικεύω, καβαλλῶ. 2) Ὀχεύω Ἤπ (Κούρεντ.) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.): Ὁ πετ’νὸς ᾽νέβ’κε μιˬά ὄρνιθα Σαρεκκλ. Ἡ κόττα ἀναβαίνιτι Κουρέντ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/