ἀχόρευτα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχόρευτα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀχόρευτα ἐπίρρ. πολλαχ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀχόρευτος.
Σημασιολογία
Χωρὶς νὰ χορεύσῃ τις: 'Αχόρευτα πέρασαν οἱ γιορτές.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA