ἀχόρευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχόρευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀχόρευτος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀχόρευτος.
Σημασιολογία
1) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν διηύθυνέ τις ἐν τῷ χορῷ, μετὰ τοῦ ὁποίου δὲν συνεχόρευσεν ἔνθ’ ἀν.: Δὲν ἄφησε ντάμα ἀχόρευτη σύνηθ. 2) Ὁ καθ᾿ ὅν δὲν ἐχόρευσέ τις, ἐπὶ χοροῦ σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ.): Δὲν ἄφησε χορὸ ἀχόρευτο σύνηθ. Τὰ Τραπεζουνταίικα τὰ χοροὺς ἀχόρευτα ἐφήκαμε Τραπ. β) Ὁ καθ' ὃν δὲν δύναταί τις νὰ χορεύσῃ, ἐπὶ μουσικοῦ σκοποῦ σύνηθ.: Οἱ ἀμανέδες εἶναι ἀχόρευτοι. γ) Ὁ μὴ ἑορτασθεὶς διὰ χοροῦ σύνηθ.: Γάμος ἀχόρευτος. Συνών. ἄχορος. 3) ᾽Ενεργ. ὁ μὴ χορεύσας σύνηθ.: Ὅλοι ἐχόρεψαν καὶ μόνο αὐτὸς εἶναι ἀχόρευτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA