γεροσαλιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροσαλιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γεροσαλιˬάζω Πελοπν. (Κλειτορ) γιρουσαλιάζου Στερελλ. (Καντὴλ. Κουνουπίν. Μύτικ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ θέμ γερο- καὶ τοῦ ρ. σαλιάζω.
Σημασιολογία
1) ᾿Επὶ παρηλίκων ἀτόμων, ἐρωτοτροπὧ ἔνθ᾽ ἄν.: Κάθιτ᾽ οὑ ἄντρας μ᾿ οὑ γιρουπαράλ᾽τους κὶ γιρουσαλιάζ᾽ μὶ τὶς τουρίστριις Μὐτικ. 2) Μεταφ., ἐπὶ νεαρᾶς γυναικός, ἐρωτοτροπὧ μετὰ γέροντος ἔνθ᾽ ἀν.: Δὲ ντρέπεσαι, μωρή, νὰ γεροσαλιάζῃς μὲ τὸ γέρο; Ἄιντε νὰ χάνεσαι! Κλειτορ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA