βρωμοζωὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρωμοζωὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Οὐσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βρωμοζωὴ ἡ, πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. βρῶμα (ἡ) καὶ ζωή.
Σημασιολογία
Ζωὴ ἀθλία, ταλαιπωρημένη ἐκ βασάνων καὶ στερήσεων. Συνών. παλα͜ιοζωή.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA