γεροσαλιαρίˬζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροσαλιαρίˬζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γεροσαλιαρίˬζω, ἐνιαχ
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. θέμ. γερο- καὶ τοῦ ρ. σαλιαρίζω.
Σημασιολογία
᾽Επὶ γέροντος, ἡδονίζομαι ἐπὶ τῇ θέα ὡραίας νεάνιδος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA