ἀνεβαστούρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεβαστούρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀνεβαστούρα ἡ, Εὔβ. (Αὐλωνάρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀνεβαστὴς καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. - σύρα.
Σημασιολογία
Μοχλὸς τοῦ μύλου διὰ τοῦ ὁποίου ἀνυψώνουν ὀλίγον τι τὴν ἀνω μυλόπετραν, ὅταν θέλουν νὰ εἶναι τὸ ἄλευρον χονδρότερον. Συνών. ἀνεβάτης 5.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA