βρωμοκοιλιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρωμοκοιλιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Οὐσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βρωμοκοιλιˬὰ ἡ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. βρῶμα (ἡ) καὶ κοιλιˬά.
Σημασιολογία
Βρῶμα, δυσωδία τῆς κοιλίˬας (νοεῖται ὡς νόσος): Νὰ σὲ φάῃ ἡ βρωμοκοιλιˬά! (ἀρά).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA