ἀχορτασιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχορτασιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀχορτασιˬὰ ἡ, ἀχορτασία Πόντ. (Κερασ. Σάντ.) ἀχορτασιˬὰ σύνηθ. ἀχορταγιˬὰ σύνηθ. ἀχουρταγιˬὰ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀναχορταγιˬὰ Σκῦρ. ἀνεχορταγιˬὰ Ἤπ. Κεφαλλ. ἀνιχουρταγιˬὰ Κυδων. ἀνιχουρταιˬὰ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Σάμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἀχορτασία. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ ἰδ. ἀ- στερητ. 1β. Τὸ ἀχορταγιˬὰ καὶ ἐν Ἐρωφίλ. Γ 873 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.)

Σημασιολογία

1) Τὸ νὰ μὴ χορταίνῃ τις τρώγων, ἀδηφαγία, πολυφαγία σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἡ ἀχορτασιˬά του δὲ λέγεται, τρώει τρώει καὶ δὲ χορταίνει σύνηθ. || Φρ. D' ἀχουρταγιˬὰ τ' Θιοῦ ἔ᾽ (ἐπὶ ἀδηφάγου) Ἴμβρ. 2) 'Απληστία, πλεονεξία σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Χαλδ. κ.ἀ.): Αὐτὸς ἔχει ἀχορτασιˬά, τὰ θέλει ὅλα δικά του σύνηθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/