γεροτρόφηση

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροτρόφηση

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γεροτρόφηση ἡ, ἀμάρτ γεροθρόφηση Ἀθῆν. (παλαιότ.) Δ. Καμπούρογλ., Μνημ. Ἱστορ. Ἀθην., 1,180. Μελέτ. ἔρευν., 90.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. γεροτροφῶ.

Σημασιολογία

Ἡ συντῆρησις κατὰ τὸ γῆρας ἔνθ᾽ ἀν.: Ἐκράτησα καὶ ἐγὼ διὰ γεροθρόφησή μου Δ. Καμπούρογλ., Μνημ. ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/