γερόψυλλος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γερόψυλλος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γερόψυλλος ὁ, Θρᾴκ. (Σαρακ.) Προπ. (Πάνορμ) -Α. Passow, Popular. Carn., 458 γερόψυλ-λος Χίος (Πισπιλ.) γερόψυλλας Σκῦρ. γεροψύλλος Α. Οἰκονομίδ., Tραγούδ. Ὀλὐμπ., 97.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ θέμ. γερο- καὶ τοῦ οὐσ ψύλλος.
Σημασιολογία
Ὁ οἱονεὶ γηραλέος ψύλλος ἔνθ᾽ ἀν.: ᾌσμ. Ψεῖρα ζύμωνε, κονίδα κοσκινάει καὶ ὁ γερόψυλλος τὸν φοῦρνο συδ-δαυλάει Πισπιλ. Ψεῖρα ζύμωνε, κονίδα ᾽θερμολόγα τσ᾽ ὁ γερόψυλλας τὸ φόρνε συδαυλοῦσε Σκῦρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA